χαρτοδένω

χαρτοδένω
(αόρ. χαρτόδεσα) μετ.
1) переплетать; 2) брошюровать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χαρτοδένω" в других словарях:

  • χαρτοδένω — Ν χαρτοδετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + δένω] …   Dictionary of Greek

  • χαρτοδένω — χαρτόδεσα, χαρτοδέθηκα, χαρτοδεμένος, δένω βιβλίο με χαρτί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • χαρτοδέσιμο — το, Ν χαρτοδέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτόδεσ α αόρ. τού ρ. χαρτοδένω + κατάλ. ιμο (πρβλ. δέσ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • χαρτόδεση — η. Ν [χαρτοδένω] χαρτοδέτηση …   Dictionary of Greek

  • χαρτοδεσία — χαρτοδεσία, η και χαρτόδεση, η και χαρτοδέτηση, η και χαρτοδέσιμο, το η πράξη και το αποτέλεσμα του χαρτοδένω, το δέσιμο βιβλίου με χαρτί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαρτοδετώ — και χαρτοδένω δένω βιβλίο με χαρτί, το επενδύω με περίβλημα από ναστόχαρτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»